πολύποδος

πολύποδος
πολύποδος, -η, -ο και πολυπόδαρος, -η, -ο
αυτός που έχει πολλά πόδια: Η σαρανταποδαρούσα είναι πολύποδο (πολυπόδαρο) σκουλήκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύποδος — πολύπους 1 many footed masc/fem/neut gen sg πολύπους 2 poulp masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνη — μελίνη, ἡ (Α) 1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.) 2. στον πληθ. αἱ μελῑναι τόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek

  • πρήθμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολύποδος κεφαλή ἔνιοι πλεκτάνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από το ρ. πρήθω «φουσκώνω, φυσώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”